ξεχώνιασμα

ξεχώνιασμα
το [ξεχωνιάζω]
1. σκάψιμο εδάφους σε βάθος
2. το να βγάζει κανείς στην επιφάνεια κάτι που είναι βαθιά χωμένο στη γη
3. (κατ' επέκτ.) αποκάλυψη και εμφάνιση αντικειμένου καλά κρυμμένου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεχώνιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεχωνιάζω, το σκάψιμο της γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκσκαφή — η 1. ξέσκαμμα, ξεχώνιασμα, σκάψιμο. 2. άνοιγμα αυλακιών, εκχωμάτιση, εκβραχισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκταφή — η 1. το βγάλσιμο πτώματος από τον τάφο για νεκροψία, το ξεθάψιμο. 2. το βγάλσιμο των κοκάλων από τον τάφο. 3. μτφ., το ξεχώνιασμα πράγματος κρυμμένου κάπου, το ξέχωσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”